Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι πολιτικές (

  • 1 свобода

    свобода ж η ελευθερία, η λευτεριά; \свобода слова η. ελευθερία του λόγου· \свобода печати η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου· гражданские \свободаы οι πολιτικές (или δημοκρατικές) ελευθερίες
    * * *
    ж
    η ελευθερία, η λευτεριά

    свобо́да сло́ва — η ελευθερία του λόγου

    свобо́да печа́ти — η ελευθεροτυπία, η ελευθερία του τύπου

    гражда́нские свобо́ды — οι πολιτικές ( или δημοκρατικές) ελευθερίες

    Русско-греческий словарь > свобода

  • 2 убеждение

    убеждение с η πεποίθηση· το φρόνημα (мнение)' политические \убеждениея οι πολιτικές πεποιθήσεις
    * * *
    с
    η πεποίθηση; το φρόνημα ( мнение)

    полити́ческие убежде́ния — οι πολιτικές πεποιθήσεις

    Русско-греческий словарь > убеждение

  • 3 взгляд

    взгляд
    м
    1. τό βλέμμα, ἡ ματιά:
    беглый \взгляд ἡ γρήγορη ματιά· пристальный \взгляд τό ἐπίμονο βλεμμα· устремить \взгляд ἀτενίζω, καρφώνω τό βλεμμα· бросить \взгляд на кого-л. ρίχνω μιά ματιά σέ κάποιον
    2. (точка зрения) ἡ γνώμη, ἡ ἄποψη [-ις]:
    политические \взгляды οἱ πολιτικές ἀπόψεις, τά πολιτικά φρονήματα· расходиться во \взглядах διίστανται οἱ ἀπόψεις μας, ἐχουμε διαφορετική γνώμη· на мой \взгляд κατά τή γνώμη μου· ◊ и а \взгляд ἀπ' ὀτι φαίνεται· на первый \взгляд ἐκ πρώτης ὀψεως· с первого \взгляда ἀπό τήν πρώτη ματιά.

    Русско-новогреческий словарь > взгляд

  • 4 идея

    иде||я
    ж в разн. знач. ἡ Ιδέα, ἡ ἔν-νοια / филос. τό νόημα:
    политические \идеяи οἱ πολιτικές Ιδέες· \идея романа ἡ Ιδέα τοῦ μυθιστορήματος· он первый по́дал эту \идеяю πρώτος είχε αὐτή τήν ίδέα· счастливая \идея ἡ σωστή Ιδέα· навязчивая \идея ἡ ἔμμονη Ιδέα

    Русско-новогреческий словарь > идея

  • 5 убеждение

    убежд||ение
    с
    1. (действие) ἡ πειθώ:
    действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·
    2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα.

    Русско-новогреческий словарь > убеждение

  • 6 взгляд

    α.
    1. βλέμμα, ματιά.
    2. άποψη, γνώμη, ιδέα, πεποίθηση•

    политические -ы οι πολιτικές πεποιθήσεις•

    правильный взгляд σωστή άποψη•

    высказать свой взгляд λέγω τη γνώμη μου•

    на взгляд φαινομενικά, εξ όψεως•

    на мой взгляд κατά τη γνώμη μου•

    на первый взгляд εκ πρώτης όψεως•

    с первого -а από (με) την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > взгляд

  • 7 гражданский

    επ.
    1. πολιτικός• αστικός•

    -ие законы πολτική δικονομία•

    -ое право αστικό δίκαιο•

    гражданский кодекс αστικός κώδικας•

    гражданский долг το χρέος του πολίτη•

    акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•

    -ие власти οι πολιτικές αρχές•

    гражданский иск πολιτική αγωγή.

    2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•

    -ая служба πολιτική υπηρεσία•

    гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•

    -ое платье πολιτική ενδυμασία.

    3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•

    гражданский брак πολιτικός γάμος.

    εκφρ.
    - ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > гражданский

  • 8 дебаты

    -ов πλθ. συζητήσεις (πολιτικές, οικονομικές κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > дебаты

  • 9 идея

    -и. θ.
    1. ιδέα• έννοια•

    абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•

    господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•

    политические -и οι πολιτικές ιδέες•

    идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•

    передовое -и προοδευτικές ιδέες.

    2. σκέψη•

    в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.

    || μορφή έννοια•

    идея добра η έννοια του καλού.

    Большой русско-греческий словарь > идея

  • 10 платформа

    θ.
    1. εξέδρα, αποβάθρα• προκυμαία. || μικρός σιδηροδρομικός σταθμός.
    2. ανοιχτό βαγόνι (με χαμηλές πλευρές)..
    3. πλατφόρμα, το πολιτικό πρόγραμμα, οι πολιτικές απόψεις.
    εκφρ.
    стоить на -е – είμαι οπαδός της πλατφόρμας.

    Большой русско-греческий словарь > платформа

  • 11 полевение

    ουδ.
    τράβηγμα, στροφή προς τα αριστερά (για πολιτικές ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > полевение

  • 12 полеветь

    ρ.σ. γίνομαι πιο αριστερός, τραβώ, πηγαίνω πιο αριστερά (για πολιτικές ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > полеветь

  • 13 политзанятия

    -ий πλθ. πολιτικές μελέτες ή πολιτικά μαθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > политзанятия

  • 14 убеждение

    ουδ.
    1. η πειθώ•

    слова -я λόγια πειθούς•

    он легко поддатся -ю αυτός εύκολα πείθεται•

    действовать путм -я ενεργώ με την πειθώ•

    метод -я μέθοδος της πειθούς.

    2. πεποίθηση• φρόνημα, ιδέα, δοξασία• αντίληψη•

    политические -я πολιτικές ιδέες•

    преследуют его за -я τον καταδιώκουν για τα φρονήματα•

    он каких -ий? τί ιδέες έχει; τι πρεσβεύει;

    Большой русско-греческий словарь > убеждение

  • 15 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

См. также в других словарях:

  • Γουέλφοι και Γιβελίνοι — Πολιτικές μερίδες, οι πιο ονομαστές στην ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία, όταν μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου E’ της Φραγκονίας (1125), οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί ηγέτες της χώρας, με την υποστήριξη του… …   Dictionary of Greek

  • Στηλιτικά — Πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα, που συνέβηκαν κατά την ΣΤ’ βουλευτική περίοδο (Μάρτιος 1875). Η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, κινδυνεύοντας να ανατραπεί κοινοβουλευτικά τον Νοέμβριο του 1874, ψήφισε τον προϋπολογισμό και κήρυξε τη λήξη της συνόδου με… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Греция в годы Крымской войны — Военные события 1853 1854 гг. в соседних с Грецией, османских провинциях были вызваны и происходили параллельно с Крымской войной. Военные действия были необъявленной войной Греческого королевства против Османской империи. После англо… …   Википедия

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Леотсакос, Николаос — Герои Китноса: Скарвелис, Леотсакос, Морайтинис Николаос Леотсакос (греч …   Википедия

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»